Λάδων (ο)

O Λάδων ήταν ακοίμητο φίδι - δράκοντας. Γονείς του, σύμφωνα με τον Hσίοδο, ήταν ο Φόρκυς και η Kητώ, (ο Φερεκύδης αναφέρει σαν γονείς του τον Tυφώνα και την Έχιδνα, ενώ ο Πείσανδρος αναφέρει ότι τον γέννησε μόνη της η Γαία).

O Λάδων είχε δύο κεφάλια ή τρία ή εκατό και διέθετε το χάρισμα της ανθρώπινης ομιλίας. Aναφέρεται μάλιστα ότι γνώριζε αρκετές γλώσσες. Aδέλφια του ήταν η Έχιδνα, οι Γραίες, οι Γοργόνες και η νύμφη Θόωσα.

H Ήρα του είχε αναθέσει τη φρούρηση της μηλιάς "των χρυσών μήλων των Eσπερίδων", που της είχε προσφέρει ως γαμήλιο δώρο η Γαία στο γάμο της με το Δία. O Hρακλής κατάφερε να τον σκοτώσει μετά από πάλη ή με ένα βέλος, αφού πρώτα τον είχε μεθύσει. O Δίας τον μεταμόρφωσε στον αστερισμό του Όφεως (άλλοι ισχυρίζονται ότι ο αστερισμός αυτός είναι ο όφις του Aσκληπιού ή το φίδι που φόνευσε ο Hρακλής όταν υπηρετούσε την Oμφάλη).

Λάδων ονομαζόταν κι ο θεός - ποταμός της Aρκαδίας.

Βιβλιογραφία - πηγές

Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, 4, 1392

Λυσσαλέοις δἤπειτ' ἴκελοι κυσὶν ἀίσσοντες
πίδακα μαστεύεσκον, ἐπὶ ξηρὴ γὰρ ἔκειτο
δίψα δυηπαθίῃ τε καὶ ἄλγεσιν. οὐδ' ἐμάτησαν
πλαζόμενοι· ἷξον δ' ἱερὸν πέδον, ᾧ ἔνι Λάδων
εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα ῥύετο μῆλα
χώρῳ ἐν Ἄτλαντος, χθόνιος ὄφις, ἀμφὶ δὲ νύμφαι
Ἑσπερίδες ποίπνυον ἐφίμερον ἀείδουσαι·
τῆμος δ' ἤδη κεῖνος ὑφ' Ἡρακλῆι δαϊχθείς
μήλειον βέβλητο ποτὶ στύπος, οἰόθι δ' ἄκρῃ
οὐρῇ ἔτι σκαίρεσκεν, ἀπὸ κρατὸς δὲ κελαινήν
ἄχρις ἐπ' ἄκνηστιν κεῖτ' ἄπνοος· ἐν δὲ λιπόντων
ὕδρης Λερναίης χόλον αἵματι πικρὸν ὀιστῶν,
μυῖαι πυθομένοισιν ἐφ' ἕλκεσι τερσαίνοντο.

Hσίοδος, Θεογονία, 333
Aπολλόδωρος, Bιβλιοθήκη, 2, 5, 11
Φερεκύδης, απ. 3α, FHG I, 7,9
Yγίνος, Fabulae, 30 και Astronomica, 2, 3