Ζέφυρος (ο)

Ο Ζέφυρος ήταν γιος του Αστραίου (έναστρος ουρανός) και της Ηούς (αυγή). Ο Ζέφυρος (δυτικός άνεμος), ο Βορέας, ο Νότος και ο Εύρος είναι οι τέσσερις άνεμοι που αναφέρονται στον Όμηρο.

Από την ένωσή του με τη χλωρίδα ή με κάποια από τις Ώρες γεννήθηκε ο Κάρπος, προστάτης των εδώδιμων καρπών. Από πολλούς συγγραφείς θεωρείται πατέρας του Έρωτα και των Αυρών.

Ο Ζέφυρος κατοικούσε στα έγκατα τη γης ή στα άγρια σπήλαια της Θράκης μαζί με τον αδελφό του Βορέα, από όπου εξουσίαζαν τους άλλους ανέμους, προνόμιο που τους είχε παραχωρήσει ο Ζευς.

Από την ένωσή του με την Ποδάργη γεννήθηκαν τα γρήγορα άλογα του Αχιλλέα. Η ορφική πίστη, η σχετική με τη γονιμοποιητική δύναμη των ανέμων, συντηρείται στην πεποίθηση της γέννησης των αλόγων του Αχιλλέα από το Ζέφυρο.

Στην αττική λογοτεχνία ο Ζέφυρος κατέχει μαζί με το Βορέα εξέχουσα θέση ανάμεσα στους θεούς του ανέμου. Ο Ζέφυρος ήταν η γλυκιά και δροσερή αύρα που δρόσιζε τα Ηλύσια πεδία, συντελούσε στην αύξηση, στη βλάστηση και στην ωρίμανση των καρπών.

Ο Ζέφυρος ήταν μεσολαβητής ανάμεσα στον Πάνω Κόσμο και στον Άδη. Πολλοί προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν με προσφορές και θυσίες. Η Ίριδα τον παρακαλεί (Ιλιάδα) να ξανανάψει τη φωτιά, που έκαιγε το νεκρό του Πατρόκλου, ενώ ο Αχιλλέας του υπόσχεται προσφορές εάν τρέξει κοντά στην πυρά. Ο Ζέφυρος άκουσε τις παρακλήσεις του Αχιλλέα και άρπαξε την ψυχή του Πατρόκλου και την οδήγησε στον Κάτω Κόσμο, τη στιγμή που το σώμα του εξαφανιζόταν μέσα στις φλόγες.

Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια συμμετείχε στις αποθεώσεις των νεκρών αυτοκρατόρων.

Παριστανόταν συνήθως με ανθρώπινη μορφή και το μόνο που τον διέκρινε από τους ανθρώπους ήταν τα φτερά. Στους "Αέρηδες" (στο ρολόι του Κυρρήστου, 1ος αι. π.Χ.) ο Ζέφυρος κρατούσε λουλούδια και απεικονιζόταν, όπως όλοι οι ανάλαφροι άνεμοι, ως νέος, αγένειος και φτερωτός.

Ιερά του Ζεφύρου υπήρχαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας ενώ βωμός του υπήρχε στην Ιερά Οδό.

Βιβλιογραφία - πηγές

Όμηρος, Ιλιάδα, Ι, 5

ὡς δ' ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον ἰχθυόεντα
βορέης καὶ Ζέφυρος, τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον
ἐλθόντ' ἐξαπίνης· ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινὸν
κορθύεται, πολλὸν δὲ παρὲξ ἅλα φῦκος ἔχευεν·
ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.

Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Αφροδίτην

Αἰδοίην χρυσοστέφανον καλὴν Ἀφροδίτην
ᾄσομαι, ἣ πάσης Κύπρου κρήδεμνα λέλογχεν
εἰναλίης, ὅθι μιν Ζεφύρου μένος ὑγρὸν ἀέντος
ἤνεικεν κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
ἀφρῷ ἔνι μαλακῷ·

Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 1, 37, 2

ἔστι δὲ καὶ Ζεφύρου τε βωμὸς
καὶ Δήμητρος ἱερὸν καὶ τῆς παιδός· σὺν δέ σφισιν
Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν ἔχουσι τιμάς.

Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 3, 19, 5

περὶ δὲ ἀνέμου
Ζεφύρου, καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Ὑάκινθος ἀπέ-
θανεν ἄκοντος, καὶ τὰ ἐς τὸ ἄνθος εἰρημένα τάχα μὲν
ἂν ἔχοι καὶ ἄλλως, δοκείτω δὲ ᾗ λέγεται.

Ορφικοί Ύμνοι, Ζεφύρου

Ζεφύρου, θυμίαμα λίβανον.

Αὖραι παντογενεῖς Ζεφυρίτιδες, ἠεροφοῖται,
ἡδυπνοοι, ψιθυραί, θανάτου ἀνάπαυσιν ἔχουσαι,
εἰαριναί, λειμωνιάδες, πεποθημέναι ὅρμοις,
σύρουσαι ναυσὶ τρυφερον ὅρμον, ἠέρα κοῦφον·
ἔλθοιτ' εὐμενέουσαι, ἐπιπνείουσαι ἀμεμφεῖς,
ἠέριαι, ἀφανεῖς, κουφόπτεροι, ἀερόμορφοι.