Χοές
Η λέξη χοές παράγεται από το ρήμα χαίειν, που σημαίνει χύνω κάτι σε ποσότητα. Οι χοές σαν προσφορά απευθυνόταν στους νεκρούς. Το υγρό χυνόταν από ειδικά σκεύη στο χώμα ή στον τύμβο. Χοές νηφάλιες ονομάζονταν οι χοές εκείνες που εξαιρούσαν τον οίνο (χοαί νηφάλιοι ή άοινοι). Αυτές ήταν από νερό (τέτοιες έκανε η Ηλέκτρα στον τάφο του Αγαμέμνονα στις Χοηφόρους του Αισχύλου) ή από γάλα και μέλι. Οι χοές συνδέονται συχνά με τα εναγίσματα, τις προσφορές δηλαδή καθαγιασμένων τροφών στον τάφο του νεκρού. Με χοές τιμούσαν τις Μούσες, τις Νύμφες και τις Ερινύες. |