Βασικό στοιχείο της γιορτής των Αδωνίων ήταν οι "λεγόμενοι "Αδώνιδος κήποι". Οι γυναίκες έσπερναν μέσα μέσα σε πήλινα αγγεία εφήμερα φυτά, τα πότιζαν και τα ανέβαζαν στις στέγες των σπιτιών για να φυτρώσουν γρήγορα. Στην εικόνα μια γυναίκα παίρνει την αυτοσχέδια γλάστρα από τα χέρια ενός Έρωτα κι ετοιμάζεται να την ανεβάσει στη στέγη. (4ος αι. π.Χ., Καρλσρούη)
|
Ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θάνατου και της ανάστασης του Άδωνη που γινόταν σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας. Τα Αδώνια δεν είχαν παντού την ίδια διάρκεια. Αλλού ήταν γιορτές διήμερες, αλλού τριήμερες και αλλού διαρκούσαν εφτά ημέρες. Ούτε και η εποχή κατά την οποία γίνονταν ήταν η ίδια σε όλες τις περιοχές. Με εξαίρεση το χειμώνα μαρτυρίες εορτασμού υπάρχουν για τις άλλες εποχές του έτους.
Οι πρώτες ημέρες της γιορτής ήταν πένθιμες. Στα διήμερα Αδώνια η πένθιμη μέρα λεγόταν "αφανισμός" εξαιτίας των παθών του θεού. Οι γυναίκες τελούσαν τα καθιερωμένα για την κηδεία του θεού και θρηνούσαν το χαμό του. Μετά με λυμένα μαλλιά γυρνούσαν στους δρόμους περιφέροντας τα ομοιώματα του θεού και μέσα σε οδύνη έψελναν πένθιμους ύμνους τα "αδωνίδια" με τη συνοδεία αυλού που ονομαζόταν "γίγγρα". Τη χαραυγή της επόμενης μέρας πετούσαν τα ομοιώματα του θεού σε πηγές ή σε ποτάμια. Μετά την πάροδο των πένθιμων ημερών οι πιστοί γιόρταζαν με οργιαστική χαρά την ανάστασή του. Στα διήμερα Αδώνια η μέρα αυτή ονομαζόταν "εύρεσις" και τη γιόρταζαν με χορούς, πλούσια γεύματα, μέσα σε κατάσταση γενικής ευθυμίας.
Όταν οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για την εκστρατεία στη Σικελία ήταν η εποχή που γιόρταζαν τα Αδώνια και η πόλη αντηχούσε από τους θρήνους των γυναικών. Τέτοιο ήταν το πένθος και ο θρήνος ώστε οι Αθηναίοι φοβήθηκαν για την έκβαση της εκστρατείας.
Στα αθηναϊκά Αδώνια, όπως και στα αντίστοιχα της Κύπρου, της Αλεξάνδρειας και της Βύβλου, οι γυναίκες φορώντας ρούχα πένθους, θρηνούσαν μπροστά σε δύο νεκροκρέβατα που ήταν τοποθετημένα στις εισόδους των σπιτιών. Πάνω στα νεκροκρέβατα έβαζαν ξύλινα ομοιώματα του Άδωνη και της Αφροδίτης. Γύρω από τα ειδώλια τοποθετούσαν τους "κήπους του Άδωνη" δηλαδή γλάστρες με φυτά που γρήγορα αναπτύσσονται, τα οποία είχαν φυτέψει λίγες μέρες πριν. Τους κήπους αυτούς αργότερα τους τοποθετούσαν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να μεγαλώσουν γρήγορα με τη βοήθεια του ήλιου. Η ανάπτυξη των φυτών αποτελούσε σημάδι της ανάστασης του θεού.
Κοντά στον επιτάφιο (νεκροκρέβατο) τοποθετούσαν κούκλες που παρίσταναν έρωτες και πουλιά και δίπλα στο ομοίωμα του Άδωνη άφηναν πλακούντες και γλυκίσματα.
Ο θάνατος και η ανάσταση του Άδωνη είχε σχέση με τον ετήσιο κύκλο της βλάστησης και της καρποφορίας.
Βιβλιογραφία - πηγές
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 13, 11, 1
Ἀδώνια γὰρ εἶχον αἱ γυναῖκες
τότε, καὶ προὔκειτο πολλαχόθι τῆς πόλεως εἴδωλα, καὶ
ταφαὶ περὶ αὐτὰ καὶ κοπετοὶ γυναικῶν ἦσαν, ὥστε τοὺς
ἐν λόγῳ ποιουμένους τινὶ τὰ τοιαῦτα δυσχεραίνειν καὶ
δεδιέναι περὶ τῆς παρασκευῆς ἐκείνης καὶ δυνάμεως, μὴ
λαμπρότητα καὶ ἀκμὴν ἐπιφανεστάτην σχοῦσα ταχέως
μαρανθῇ.
Πλούταρχος, Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων
Ἔτι δ' ἐμοῦ λέγοντος ὑπολαβὼν ὁ Ὀλύμπιχος
’ἔοικας’ ἔφη ‘τῷ λόγῳ μεγάλην ὑπόθεσιν ὑποτίθεσθαι,
τὴν ἐπιμονὴν τῆς ψυχῆς.’ ‘καὶ ὑμῶν γ'’ εἶπον ἐγώ ‘διδόν-
των μᾶλλον δὲ δεδωκότων· ὡς γὰρ τοῦ θεοῦ τὸ κατ' ἀξίαν
νέμοντος ἡμῖν ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς δεῦρο προελήλυθε.’
κἀκεῖνος ‘εἶτα δ'’ ἔφη ‘νομίζεις ἕπεσθαι τῷ τοὺς θεοὺς
ἐπιβλέπειν καὶ νέμειν ἕκαστα τῶν καθ' ἡμᾶς τὸ τὰς ψυχὰς
ὑπάρχειν ἢ πάμπαν ἀφθάρτους ἢ χρόνον τινὰ μετὰ τὴν
τελευτὴν ἐπιμενούσας;’ ‘οὔκ, ὦ 'γαθέ’; εἶπον ‘ἀλλὰ
μικρὸς οὕτω καὶ κενόσπουδος ὁ θεός ἐστιν, ὥστε μηδὲν
ἡμῶν ἐχόντων θεῖον ἐν αὑτοῖς μηδὲ προσόμοιον ἁμωσγέ-
πως ἐκείνῳ καὶ διαρκὲς καὶ βέβαιον, ἀλλὰ φύλλοις, ὡς
Ὅμηρος ἔφη (Ζ 146), παραπλησίως ἀπομαραινομένων
παντάπασι καὶ φθινόντων ἐν ὀλίγῳ ποιεῖσθαι λόγον τοσοῦ-
τον, ὥσπερ αἱ τοὺς Ἀδώνιδος κήπους ἐπ' ὀστράκοις τισὶ
τιθηνούμεναι καὶ θεραπεύουσαι γυναῖκες ἐφημέρους σπεί-
ρων ψυχὰς ἐν σαρκὶ τρυφερᾷ καὶ βίου ῥίζαν ἰσχυρὰν οὐ
δεχομένῃ βλαστανούσας εἶτ' ἀποσβεννυμένας εὐθὺς ὑπὸ
τῆς τυχούσης προφάσεως; εἰ δὲ βούλει, τοὺς ἄλλους θεοὺς
ἐάσας σκόπει τουτονὶ τὸν ἐνταυθοῖ τὸν ἡμέτερον, εἴ σοι
δοκεῖ τὰς ψυχὰς τῶν τελευτώντων ἀπολλυμένας ἐπι-
στάμενος εὐθὺς ὥσπερ ὁμίχλας ἢ καπνοὺς ἀποπνεούσας
τῶν σωμάτων ἱλασμούς τε πολλοὺς προσφέρειν τῶν
κατοιχομένων καὶ γέρα μεγάλα καὶ τιμὰς ἀπαιτεῖν τοῖς
τεθνηκόσιν, ἐξαπατῶν καὶ φενακίζων τοὺς πιστεύοντας.
Διογενιανός, Παροιμίες
Ἀδώνιδος κῆποι: ἐπὶ τῶν ἀώρων καὶ μὴ ἐῤῥι-
ζωμένων. Ἐπειδὴ γὰρ Ἄδωνις ἐρώμενος ὢν, ὡς ὁ μῦ-
θος, τῆς Ἀφροδίτης, προήβης τελευτᾷ, οἱ ταύτῃ ὀρ-
γιάζοντες, κήπους εἰς ἀγγεῖά τινα φυτεύοντες ἢ φυτεύου-
σαι, ταχέως ἐκείνων διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων,
Ησύχιος, Λεξικόν
Ἀδώνιδος κῆποι· ἐν τοῖς Ἀδωνίοις εἴδωλα ἐξάγουσιν καὶ
κήπους ἐπ' ὀστράκων καὶ παντοδαπὴν ὀπώραν, οἷον ἐκ
μαράθρων καὶ θριδάκων παρασκευάζουσιν αὐτῷ τοὺς κήπους·
καὶ γὰρ ἐν θριδακίναις αὐτὸν κατακλινθῆναι ὑπὸ Ἀφροδίτης
φασίν
Πλούταρχος, Αλκιβιάδης,
Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 390
Θεόκριτος
|