Αγλαύρια ή Αγραύλια (τα)

Ἄγλαυρος· μία τῶν Κέκροπος θυγατέρων, ἣν διὰ τιμῆς ἔχουσι καὶ ὀμνύουσιν αἱ γυναῖκες

Ετήσια γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της Αγλαύρου, κόρης του βασιλιά Κέκροπα. Η γιορτή γινόταν σε ανάμνηση της θυσίας της για τη σωτηρία της Αθήνας.

Όταν κάποτε το Μαντείο των Δελφών είχε δώσει χρησμό που έλεγε ότι για να σωθεί η Αθήνα από τον μακρό κι επικίνδυνο πόλεμο που την ταλαιπωρούσε έπρεπε να θυσιαστεί με τη θέλησή του κάποιος Αθηναίος, η Άγλαυρος, παρθένα ακόμη, αποφάσισε να θυσιαστεί πέφτοντας απ' τον βράχο της Aκρόπολης. Στο σημείο που θυσιάστηκε οι Αθηναίοι ίδρυσαν το Αγραύλειο, πάνω ακριβώς από το ιερό των Διόσκουρων.

Με αυτή τη θυσία σχετίζεται η γιορτή κατά την οποία όλοι οι νέοι των Aθηνών, μόλις γίνονταν έφηβοι, πήγαιναν στο ναό της Aγραύλου, όπου έδιναν όρκο ότι θα προστάτευαν την πατρίδα και ότι θα τηρούσαν τους νόμους της: "ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά... ίστορες θεοί τούτων Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη". Μετά γράφονταν στη Ληξιαρχική Γραμματεία και παρελάμβαναν τα όπλα τους, την ασπίδα και το δόρυ.

H ίδια η Aθηνά ως πολιούχος των Aθηνών ταυτιζόταν με την Άγραυλο και ονομαζόταν «Aγραυλίς Παρθένος» .

 
  Αναθηματικό ανάγλυφο που παρουσιάζει τις τρεις κόρες του Κέκροπα (Έρση, Πάνδροσο, Άγλαυρο) και το μικρό Εριχθόνιο να χορεύουν. Αθήνα, Μουσείο Ακρόπολης.  

Βιβλιογραφία - πηγές

Λυκούργος, Κατά Λεωκράτους, 77, 10

Οὐκ αἰσχυνῶ τὰ ἱερὰ ὅπλα οὐδὲ λείψω τὸν παραστάτην
ὅπου ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ
ὁσίων καὶ οὐκ ἐλάττω παραδώσω τὴν πατρίδα, πλείω
δὲ καὶ ἀρείω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ ἁπάντων· καὶ
εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κραινόντων ἐμφρόνως καὶ τῶν θεσμῶν
τῶν ἱδρυμένων καὶ οὓς ἂν τὸ λοιπὸν ἱδρύσωνται ἐμφρό-
νως· ἐὰν δέ τις ἀναιρεῖ, οὐκ ἐπιτρέψω κατά τε ἐμαυτὸν
καὶ μετὰ πάντων, καὶ τιμήσω ἱερὰ τὰ πάτρια. ἵστορες
θεοὶ Ἄγλαυρος, Ἑστία, Ἐνυώ, Ἐνυάλιος Ἄρης καὶ Ἀθηνᾶ
Ἀρεία, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη, Ἡρακλῆς, ὅροι
τῆς πατρίδος πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ.

Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 1, 18, 2, 2

ὑπὲρ δὲ τῶν Διοσκούρων τὸ ἱερὸν
Ἀγλαύρου τέμενός ἐστιν. Ἀγλαύρῳ δὲ καὶ ταῖς ἀδελ-
φαῖς Ἕρσῃ καὶ Πανδρόσῳ δοῦναί φασιν Ἀθηνᾶν Ἐρι-
χθόνιον καταθεῖσαν ἐς κιβωτόν, ἀπειποῦσαν ἐς τὴν
παρακαταθήκην μὴ πολυπραγμονεῖν· Πάνδροσον μὲν δὴ
λέγουσι πείθεσθαι, τὰς δὲ δύο, ἀνοῖξαι γὰρ σφᾶς
τὴν κιβωτόν, μαίνεσθαί τε, ὡς εἶδον τὸν Ἐριχθό-
νιον, καὶ κατὰ τῆς ἀκροπόλεως, ἔνθα ἦν μάλιστα ἀπό-
τομον, αὑτὰς ῥῖψαι.

Ησύχιος, Λεξικόν

Ἄγλαυρος· θυγάτηρ Κέκροπος. παρὰ δὲ Ἀττικοῖς καὶ ὀμνύουσιν

πλυντήρια· ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἣν ἐπὶ τῇ Ἀγλαύρου τῆς Κέκροπος

Φώτιος, Λεξικόν

Ἄγλαυρος· μία τῶν Κέκροπος θυγατέρων, ἣν διὰ τιμῆς
ἔχουσι καὶ ὀμνύουσιν αἱ γυναῖκες· εἰς γὰρ τὴν τοῦ πατρὸς αὐτῆς Κέ-
κροπος τιμὴν ἀπονεῖμαί τινα γέρα τὴν θεὸν τῇ Ἀγλαύρῳ. οὕτω Βίων ὁ
Προκοννήσιος.