Οσχοφόρια ή Ωσχοφόρια (τα) Αθηναϊκή γιορτή που γινόταν αμέσως μετά τα Πυανέψια, προς τιμή της Αθηνάς Σκιράδος και του Διονύσου κατά το μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριος - Νοέμβριος) Όσχες ή ώσχες ονομάζονταν τα κλαδιά του αμπελιού που είχαν επάνω τους τσαμπιά από σταφύλια. Αυτά τα κλαδιά τα έκοβαν κατά το τέλος του τρύγου και τα κρατούσαν για τη γιορτή των Οσχοφορίων συγκεντρώνοντάς τα στο «Έν Λίμναις» ιερό του Διονύσου. Aπό εκεί ξεκινούσε πομπή που την οδηγούσαν δυο αγόρια αμφιθαλή, που ζούσαν δηλαδή και οι δυο γονείς τους, (όπως και τα παιδιά που μετέφεραν την Ειρεσιώνη) ντυμένα γυναικεία ή με μακρύ ιερατικό χιτώνα που τα έκανε να μοιάζουν σαν γυναίκες. Τα αγόρια κρατούσαν τις ώσχες (ώσχας μεστάς ευθαλών βοτρύων) και έψαλλαν μαζί με όσους μετείχαν στην πομπή τα λεγόμενα «ωσχοφορικά» μέλη, ώσπου έφταναν στο τέμενος της Aθηνάς Σκιράδος, κοντά στο Φάληρο (ο δρόμος συμπίπτει με τη Συγγρού σε όλο το μήκος της). H γιορτή συνεχιζόταν με αγώνα δρόμου στον οποίο έπαιρναν μέρος είκοσι νεαροί δρομείς, δύο από κάθε φυλή, οι οποίοι έτρεχαν κρατώντας ώσχες. Δέκα νικητές, ένας από κάθε φυλή, έπαιρναν για βραβείο μια φιάλη που περιείχε τα "πενταθλόα", ένα ποτό φταγμένο από λάδι, κρασί, μέλι, τυρί και κριθάλευρο. Υπήρχε η παράδοση πως ο Θησέας, ο ιδρυτής της γιορτής, την πρώτη φορά που σχηματίστηκε η πομπή από το ιερό του Διονύσου ως το Φάληρο συμμετείχε και ο ίδιος, καθώς και δύο ευγενείς νέοι ντυμένοι γυναικεία φορέματα. O Θησέας τους είχε μεταμφιέσει σε κορίτσια πριν από την εκστρατεία της Κρήτης, για να αντικαταστήσει μ' αυτούς δύο από τις νέες που θα πήγαιναν στο λαβύρινθο ως βορά του Μινώταυρου. Οι νέοι αυτοί τον βοήθησαν στην εξόντωσή του Μινώταυρου, και ο Θησέας σε ανάμνηση της συμβολής τους, όρισε να μπαίνουν πάντα επικεφαλής της οσχοφορικής πομπής δυο νέοι ντυμένοι κορίτσια. Στην πομπή των Οσχοφορίων έπαιρναν μέρος και οι «δειπνοφόρες», δηλαδή γυναίκες που μετέφεραν τα δείπνα, και μετείχαν στη θυσία μιμούμενες τις μητέρες εκείνων που είχαν κληρωθεί για το ταξίδι στην Κρήτη, επειδή οι μητέρες των κληρωθέντων επισκέπτονταν τακτικά τα παιδιά τους και τους μετέφεραν ψωμί και κρέας. Οι δειπνοφόρες αφηγούνταν επίσης και διάφορους μύθους, γιατί και οι μητέρες εκείνων που είχαν κληρωθεί διηγούνταν στα παιδιά τους μύθους για να τα παρηγορήσουν. Ο Θησέας όταν αποβιβάστηκε στο Φάληρο είχε στείλει κήρυκα να αναγγείλει στον πατέρα του, το βασιλιά Αιγέα, την επιστροφή του. Ο κήρυκας όμως στο δρόμο συνάντησε ανθρώπους που έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το θάνατο του βασιλιά τους (επειδή ο Θησέας είχε ξεχάσει να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου που τον μετέφερε) κι άλλους που τον υποδέχονταν με ενθουσιασμό και του πρόσφεραν στεφάνια για την είδηση της επιστροφής του Θησέα. Ο κήρυκας τοποθέτησε τα στεφάνια πάνω στο κηρύκειό του και δε στεφάνωσε με αυτά το κεφάλι του. Από τότε στη γιορτή των Οσχοφορίων δε στεφανώνουν τον κήρυκα, αλλά το «κηρύκειον». Κατά την προσφορά των σπονδών όσοι ήταν παρόντες ανέκραζαν τα επιφωνήματα: «Eλελεύ, Iού, Iού». Tο ελελεύ συνήθιζαν να το αναφωνούν και όταν βάδιζαν βιαστικά και όταν τραγουδούσαν τον επινίκιο ύμνο (παιάνα). Tο ιού, ήταν δηλωτικό έκπληξης και ταραχής Κατά τη γιορτή χόρευαν τον ξακουστό χορό γέρανο, όπως και στα Δήλια.
Πλούταρχος, θησέας, 22 και 23 |