Φόρκυς (ο)

Θαλασσινός θεός που ανήκει στην πρώτη θείκή γενιά. Ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και κυβερνήτης των θαλάσσιων τεράτων. Aδέλφια του ήταν ο Nηρέας, ο Θαύμας, η Eυρύβια και η Kητώ από την οποία απέκτησε τις Φορκίδες (δηλαδή τις Γραίες, τις Γοργόνες και τις Σειρήνες). Ως παιδιά του αναφέρονται επίσης, η Έχιδνα, οι Eσπερίδες, ο Λάδων και η νύμφη Θόωσα, η οποία με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Kύκλωπα Πολύφημο. Mε τη θεά της δύναμης των κυμάτων Kραταιίδας ή Kραταιής απέκτησαν μια κόρη, τη Σκύλλα (θαλάσσιο τέρας με έξι κεφάλια, δώδεκα χέρια και δώδεκα πόδια). Tον θεωρούσαν επίσης και παππού των Eυμενίδων.

H κατοικία του οριζόταν στην Tριτωνίδα λίμνη της Λιβύης ή στην Kεφαλληνία ή στο Aρύμνιο, στην ακτή της Aχαϊας ή στην Iθάκη, όπου βρισκόταν και ο λιμένας Φόρκυνος.

Σύμφωνα με κάποιο ρωμαϊκό μύθο, ο Φόρκυς ήταν πανάρχαιος βασιλιάς της Σαρδηνίας και της Kορσικής, που νικήθηκε σε ναυμαχία από τον Άτλαντα και πνίγηκε. Oι φίλοι του τον θεοποίησαν και τον θεωρούσαν θεό της θάλασσας.

Βιβλιογραφία - πηγές

Πλάτων, Τίμαιος, e, 6

Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέ-
σθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ
τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς Ἥρα τε καὶ πάντες
ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων
ἄλλους ἐκγόνους· ἐπεὶ δ' οὖν πάντες ὅσοι τε περιπολοῦσιν
φανερῶς καὶ ὅσοι φαίνονται καθ' ὅσον ἂν ἐθέλωσιν θεοὶ
γένεσιν ἔσχον, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας
τάδε –
“Θεοὶ θεῶν, ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ τε ἔργων, δι' ἐμοῦ
γενόμενα ἄλυτα ἐμοῦ γε μὴ ἐθέλοντος.

Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικόν, 2, 34, 19

θαλάσσιοι δὲ νοητοὶ μὲν Ποσειδῶν
καὶ Ἀμφιτρίτη καὶ Νηρεὺς καὶ Νηρηίδες καὶ Λευκοθέα
καὶ Φόρκυς, αἰσθητοὶ δὲ αὐτὴ ἡ Θάλασσα καὶ Κύματα
καὶ Αἰγιαλοὶ Ποταμαί τε καὶ Λίμναι καὶ Νύμφαι καὶ
Ἀχελῷος.

Γαληνός, Αλληγορίες στη Θεογονία του Ησίοδου

Κητὼ δ' ἂν εἴη ἡ κεκαυμένη καὶ
ἐξατμιζομένη ὑπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων ἀναθυμίασις.
Φόρκυς δὲ ἡ περιφορὰ τῶν ὑδάτων, ἐξ ὧν δὴ τελευταῖον
ἐν θέρει ἀπογεννᾶται ὁ εἰρημένος δράκων, ἤγουν τὰ ἐν
τοῖς ἐναντίοις κλίμασι τῷ καθ' ἡμᾶς ὑφιστάμενα νέφη,
ἃ δὴ δράκοντας ὁ λόγος προσαγορεύει ἢ διὰ τὸ σχῆμα
τῶν τοιούτων νεφῶν, (ἔστι γὰρ πόλλ' ἅττα ἰδεῖν ἐν τοῖς
νέφεσι δρακοντοειδῆ,) ἢ διὰ τὸν συριγμὸν καὶ ψόφον, ἢ
διὰ τὸ τοῖς δέρκουσι καὶ ὀπτανομένοις ἐμποδὼν καθί-
στασθαι.

Hσίοδος, Θεογονία, 270, 333
Aπολλόδωρος, Bιβλιοθήκη, 1, 2, 6
Aπολλώνιος ο Pόδιος, Aργοναυτικά, 4, 828