Λάδων (ο)

Ο Λάδων στην αρκαδική μυθολογία


Ο Λάδων ήταν ποτάμιος θεός της Αρκαδίας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Ανήκε στην παλαιότερη γενεαλογία των υδάτινων θεοτήτων. Το ποτάμι που έφερε το όνομά του διέσχιζε την Αρκαδία και χυνόταν στον Αλφειό, κοντά στην Ηλεία. Ο Παυσανίας το χαρακτήρισε ως το ποτάμι με το «κάλλιστον ὕδωρ» ανάμεσα σε όλα τα ποτάμια της Ελλάδας.

Ο Λάδων συνδέεται με νύμφες και μορφές της μυθολογίας που φέρονται ως θυγατέρες του. Η Δάφνη μεταμορφώθηκε στο φυτό που φέρει το όνομά της, και η Σύριγξ έγινε καλαμιές. Η Μετώπη αναφέρεται ως σύζυγος του ποταμού Ασωπού, και η Θέλπουσα έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πόλη της Αρκαδίας. Στις παραδόσεις περιλαμβάνεται και ο Εύανδρος, γιος του Ερμή και μιας νύμφης, κόρης του Λάδωνα, που ηγήθηκε αποικίας Αρκάδων στον Τίβερη και τιμήθηκε στη ρωμαϊκή παράδοση.

Ο ποταμός εντάσσεται και στην αφήγηση του τρίτου άθλου του Ηρακλή. Η ιερή έλαφος της Άρτεμης, καταδιωκόμενη για έναν χρόνο, έφτασε εξαντλημένη στον Λάδωνα, όπου και αιχμαλωτίστηκε. Η σκηνή αυτή φέρνει τον ποταμό μέσα στο πλαίσιο της ηρωικής δράσης και του μυθικού τοπίου των άθλων.

Στην περιοχή της Θέλπουσας, τα νερά του Λάδωνα συνδέθηκαν και με πράξεις καθαρμού. Εκεί υπήρχε ιερό της Δήμητρας, όπου η θεά λατρευόταν ως Ερινύς και ως Λουσία. Οι επωνυμίες διατηρούν τη μνήμη της στιγμής που η θεά λούστηκε στα νερά του ποταμού.

Λάδων ονομαζόταν και ο ακοίμητος δράκος των χρυσών μήλων των Eσπερίδων.

Βιβλιογραφία - πηγές

Παλαίφατος, Περί απίστων, 49

Περὶ Λάδωνος διήγημα.
Ἔδοξε τῇ Γῇ Λάδωνι τῷ ποταμῷ πρὸς συνουσίαν
ἐλθεῖν· καὶ ἐπεὶ συνῆλθον ἀλλήλοις, κύει μὲν ἡ Γῆ,
τίκτεται δὲ ἡ Δάφνη. φιλεῖ δὲ ἐκείνην ὁ Πύθιος,
καὶ ῥήματα ἦν ἐραστοῦ πρὸς τὴν κόρην. ἀλλ' ἡ Δάφνη
τὴν σωφροσύνην ἐφίλει. διώκειν οὖν ἔδει, καὶ ἐδιώ-
κετο. πρὶν δὲ ἀπειπεῖν ἐν τῇ φυγῇ, παρακαλεῖ τὴν
μητέρα αὑτῆς πάλιν αὐτὴν εἴσω ποιῆσαι καὶ τηρῆσαι οἵα
γεγένηται. ἡ μὲν οὖν ὧδε ἐποίει καὶ τὴν Δάφνην εἶχεν
ἐν ἑαυτῇ· κατὰ δὲ τὸ μέρος ἐκεῖνο εὐθὺς ἀνεπήδα
φυτόν. καὶ παραπεσὼν αὐτῷ κατὰ τὴν ἀκμὴν τοῦ
ἔρωτος ὁ θεὸς οὐκ εἶχεν ὅπως ἀποστῇ τοῦ φυτοῦ·
ἀλλ' αἵ τε χεῖρες ἀνελαμβάνοντο καὶ ἡ κεφαλὴ τὸ
λοιπὸν ἐκοσμεῖτο. λέγεται δὲ καὶ ὁ τρίπους οὐκ ἄνευ
τῆς δάφνης ἱδρῦσθαι κατὰ Βοιωτίαν ἐπὶ τοῦ χάσματος.

Λιβάνιος, Προγυμνάσματα, 2, 17

Δάφνης τὸ κάλλος ἐγέννησε μὲν Λάδων ὁ ποταμός,
ἐθαύμασε δ' Ἀπόλλων.

Hσίοδος, Θεογονία, 344
Aπολλόδωρος, Bιβλιοθήκη, 3, 12, 6
Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 72
Παυσανίας, 8, 20, 1.8 και 43, 2.10