Λάμια (η)
Η Λάμια ήταν μυθικό τέρας στην υπηρεσία της Εκάτης. Από τη μέση κι επάνω ήταν όμορφη γυναίκα και από τη μέση και κάτω ήταν ερπετό.
Η Λάμια ήταν κόρη του Βήλου και της Λιβύης κι επειδή ήταν πολύ όμορφη αγαπήθηκε από το Δία. Ο έρωτας αυτός προκάλεσε την οργή της Ήρας. Η θεά σκότωσε όλα τα παιδιά της Λάμιας εκτός από τη Σκύλλα ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή την καταδίκασε να γεννά τα παιδιά της νεκρά, της αφαίρεσε τον ύπνο και τη μεταμόρφωσε σε τέρας.
Η Λάμια, επειδή έχασε τα δικά της παιδιά, ζήλευε τις άλλες μανάδες και κατασπάραζε τα παιδιά τους. Έτσι οι άνθρωποι της απέδιδαν τους αιφνίδιους θανάτους των βρεφών και πίστευαν πως αν την έπιαναν και της άνοιγαν την κοιλιά θα απελευθέρωναν από μέσα της όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί.
Ο Δίας της χάρισε την ικανότητα να αφαιρεί τα μάτια της και να τα ξαναβάζει στη θέση τους έτσι ώστε να καταφέρει να σωθεί από το μαρτύριο της αϋπνίας που της είχε επιβάλει η Ήρα.
Παραδόσεις του 3ου μ.Χ. αι. αναφέρουν ότι η Λάμια σύχναζε στις ερημιές όπου σαγήνευε τους νεαρούς ταξιδιώτες με έναν σαγηνευτικό, συριστικό ήχο και στη συνέχεια αφού τους αποπλανούσε τους ρουφούσε το αίμα και τους έτρωγε τα εντόσθια, όπως έκανε και η Έμπουσα.
Στις παραδόσεις των Δελφών αναφέρεται μια άλλη Λάμια, θεότητα των πηγών. Σύμφωνα με αυτούς τους μύθους η Λάμια ή Σύβαρις ήταν ένα πελώριο θηρίο που έμενε μέσα σε ένα σπήλαιο κοντά στην Κρίσσα της Φωκίδας και άρπαζε ανθρώπους και ζώα. Έπειτα από χρησμό, η πόλη των Δελφών, αποφάσισε να προσφέρει ένα νέο προς εξιλέωση του θηρίου. Μετά από κλήρωση ορίστηκε να θυσιαστεί ο Αλκυωνεύς, τον οποίο όμως αντικατέστησε με τη θέλησή του ο Ευρύβατος. Όταν ο Ευρύβατος μπήκε μέσα στο σπήλαιο άρπαξε τη Λάμια και την πέταξε μακριά στους βράχους, όπου και τσακίστηκε. Στο σημείο εκείνο ανάβλυσε μια πηγή που ονομάστηκε Σύβαρις.
Βιβλιογραφία - πηγές
Στράβων, Γεωγραφικά, 1, 2, 8, 24
ἐπεὶ δ' οὐ μόνον ἡδὺ ἀλλὰ καὶ φοβερὸν
τὸ τερατῶδες, ἀμφοτέρων ἐστὶ τῶν εἰδῶν χρεία πρός
τε τοὺς παῖδας καὶ τοὺς ἐν ἡλικίᾳ· τοῖς τε γὰρ παισὶ
προσφέρομεν τοὺς ἡδεῖς μύθους εἰς προτροπήν, εἰς
ἀποτροπὴν δὲ τοὺς φοβερούς· ἥ τε γὰρ Λάμια μῦθός
ἐστι καὶ ἡ Γοργὼ καὶ ὁ Ἐφιάλτης καὶ ἡ Μορμολύκη.
Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 8, 1, 1
Παρὰ τὰ σφυρὰ τοῦ Παρνασσοῦ πρὸς νότον ὄρος ἐστίν,
ὃ καλεῖται Κίρφις παρὰ τὴν Κρῖσαν, καὶ ἐν αὐτῷ ἐστιν ἔτι
νῦν σπήλαιον ὑπερμέγεθες, ἐν ᾧ θηρίον ᾤκει μέγα καὶ
ὑπερφυές, καὶ αὐτὸ Λάμιαν, οἱ δὲ Σύβαριν, ὠνόμαζον.
τοῦτο
καθ' ἡμέραν ἑκάστην τὸ θηρίον ἐπιφοιτῶν ἀνήρπαζεν ἐκ τῶν
ἀγρῶν τὰ θρέμματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. ἤδη δὲ τῶν Δελ-
φῶν βουλευομένων ὑπὲρ ἀναστάσεως καὶ χρηστηριαζομένων
εἰς ἥντινα παρέσονται χώραν, ὁ θεὸς ἀπόλυσιν ἐσήμανε τῆς
συμφορᾶς, εἰ μένοντες ἐθέλοιεν ἐκθεῖναι παρὰ τῷ σπηλαίῳ
ἕνα κοῦρον τῶν πολιτῶν.
κἀκεῖνοι καθάπερ ὁ θεὸς εἶπεν
ἐποίουν. κληρουμένων δ' ἔλαχεν Ἀλκυονεὺς ὁ Διόμου καὶ
Μεγανείρης παῖς, μονογενὴς ὢν τῷ πατρὶ καὶ καλὸς καὶ
κατὰ τὴν ὄψιν καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος.
καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς
τὸν Ἀλκυονέα στέψαντες ἀπήγαγον εἰς τὸ τῆς Συβάριδος
σπήλαιον, Εὐρύβατος δὲ κατὰ δαίμονα ἐκ τῆς Κουρήτιδος
ἀπιὼν ὁ Εὐφήμου παῖς, γένος μὲν ἔχων Ἀξιοῦ τοῦ ποταμοῦ,
νέος δ' ὢν καὶ γενναῖος, ἐνέτυχεν ἀπαγομένῳ τῷ παιδί.
πληγεὶς δ' ἔρωτι καὶ πυθόμενος καθ' ἥντινα πρόφασιν
ἔρχονται, δεινὸν ἐποιήσατο μὴ οὐκ ἀμῦναι πρὸς δύναμιν,
ἀλλὰ περιιδεῖν οἰκτρῶς ἀναιρεθέντα τὸν παῖδα.
περι-
σπάσας οὖν ἀπὸ τοῦ Ἀλκυονέως τὰ στέμματα καὶ αὐτὸς ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν ἐπιθέμενος ἐκέλευεν ἀπάγειν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ
παιδός. ἐπεὶ δὲ αὐτὸν οἱ ἱερεῖς ἀπήγαγον, εἰσδραμὼν καὶ
τὴν Σύβαριν ἐκ τῆς κοίτης συναρπάσας παρήνεγκεν εἰς
ἐμφανὲς καὶ κατὰ τῶν πετρῶν ἔρριψεν.
ἡ δὲ καταφερο-
μένη προσέκρουσε τὴν κεφαλὴν παρὰ τὰ σφυρὰ τῆς Κρίσης.
καὶ αὐτὴ μὲν τοῦ τραύματος ἀφανὴς ἐγένετο, ἐκ δὲ τῆς
πέτρας ἐκείνης ἀνεφάνη πηγή, καὶ αὐτὴν οἱ ἐπιχώριοι
καλοῦσι Σύβαριν· ἐκ ταύτης καὶ Λοκροὶ πόλιν ἐν Ἰταλίᾳ
Σύβαριν ἔκτισαν.
Φώτιος, Λεξικόν
Λάμια: θηρίον
Λάμια: ταύτην ἐν τηῖ Λιβύηι Δοῦρις ἐν δευτέρωι
Λιβυκῶν ἱστορεῖ γυναῖκα καλὴν γενέσθαι· μιχθέν-
τος δὲ αὐτηῖ Διὸς, ὑφ' Ἥρας ζηλοτυπουμένην ἃ
ἔτικτεν ἀπολλύναι· διόπερ ἀπὸ τῆς λύπης δύσμορ-
φον γεγονέναι· καὶ τὰ τῶν ἄλλων παιδία ἀναρπά-
ζουσαν διαφθείρειν
Μέγα Ετυμολογικόν
Λάμια: Θηρίον. Ἀπὸ τοῦ ἔχειν μέγαν λαιμὸν,
λαίμια, καὶ λάμια.
|