Δελφύνη ή Δελφύνα ή Δέλφινα (η)

Φιδίσια θεότητα, κόρη της Γαίας. Από τη μέση κι επάνω ήταν γυναίκα, ενώ από τη μέση και κάτω ήταν φίδι. Αναφέρεται ότι έδωσε το όνομά της στους Δελφούς σκοτώνοντας το σύντροφό της Πύθωνα.

Ο αδελφός της Τυφώνας της είχε αναθέσει τη φύλαξη των τενόντων του Δία στο Κωρύκειο Άντρο, μέχρι τη στιγμή που την αιφνιδίασε ο Αιγίπαν κι ο θεός Ερμής κατάφερε να τους πάρει πίσω.

H Δελφύνη ήταν φύλακας του παλιού μαντείου της Γαίας στους Δελφούς. Ο Απόλλωνας πάλεψε μαζί της και τη σκότωσε κι έτσι έγινε εκείνος ο κύριος του μαντείου. Με το δέρμα της κάλυψε τον τρίποδά του, δηλώνοντας ότι το μαντείο στο εξής του ανήκε.

Οι κάτοικοι της περιοχής, σε ανάμνηση της πάλης του Απόλλωνα και της Δελφύνης, καθιέρωσαν προς τιμή του Δελφίνιου Απόλλωνα, προστάτη των ναυτικών, τη γιορτή Δελφίνια ή Πομπή.

Βιβλιογραφία - πηγές

Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 41, 3

Ζεὺς δὲ πόρρω μὲν
ὄντα Τυφῶνα ἔβαλλε κεραυνοῖς, πλησίον δὲ γενόμενον
ἀδαμαντίνῃ κατέπληττεν ἅρπῃ, καὶ φεύγοντα ἄχρι τοῦ
Κασίου ὄρους συνεδίωξε· τοῦτο δὲ ὑπέρκειται Συρίας.
κεῖθι δὲ αὐτὸν κατατετρωμένον ἰδὼν εἰς χεῖρας συν-
έβαλε. Τυφὼν δὲ ταῖς σπείραις περιπλεχθεὶς κατέσχεν
αὐτόν, καὶ τὴν ἅρπην περιελόμενος τά τε τῶν χειρῶν
καὶ ποδῶν διέτεμε νεῦρα, ἀράμενος δὲ ἐπὶ τῶν ὤμων
διεκόμισεν αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ
παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο. ὁμοίως
δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας ἐν ἄρκτου δορᾷ κεῖθι ἀπέθετο,
καὶ κατέστησε φύλακα Δελφύνην δράκαιναν· ἡμίθηρ
δὲ ἦν αὕτη ἡ κόρη. Ἑρμῆς δὲ καὶ Αἰγίπαν ἐκκλέψαν-
τες τὰ νεῦρα ἥρμοσαν τῷ Διὶ λαθόντες.

Μαιάνδριος, Fragmenta, 10, 3

Ὅτι
Δελφύνης ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστή-
ριον, Λέανδρος καὶ Καλλίμαχος εἶπεν· δράκαιναν δὲ
αὐτήν φησιν εἶναι θηλυκῶς καλουμένην Δελφύνην αὐτὸς
ὁ Καλλίμαχος. – Τὴν δὲ ἀναιρεθεῖσαν
ἐν τῷ χρηστηρίῳ τῶν Δελφῶν δράκαιναν, ὑπὸ Ἀπόλ-
λωνο, Δελφύνην καλεῖσθαι θηλυκῶς φησὶ Λέανδρος
καὶ Καλλίμαχος.

Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικόν

Δελφοί. τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. οὕτω δὲ ἐκλή-
θη διὰ τὸν Δελφύνην δράκοντα ἐκεῖ εὑρεθῆ-
ναι, ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Ἀπόλλων.

Ευστάθιος, Παρεκβολαί εις Διονύσιον τον Περιηγητήν, 441, 2

Ὅτι τὸν δράκοντα, ὃν Ἀπόλλων ἀνεῖλεν ἐν τῇ
Πυθῶνι τῇ περὶ τὸν Παρνασσὸν, Δελφύνην ὁ Διονύσιος
καλεῖ, οὗ τὸν ὁλκὸν ἀναδιπλώσας ἐν ἐπαναλήψεως σχή-
ματί φησιν, ὅτι «δράκοντος Δελφύνης παρακέκλιται
ὁλκὸς τῷ Πυθίῳ τρίποδι, ὁλκὸς ἀπειρεσίαις ἐπιφρίς-
σων φολίδεσσιν,» ὡς τῆς δορᾶς τοῦ δράκοντος ἐκεῖ
ἀνακειμένης.