Έχιδνα (η)

Η Έχιδνα ήταν τερατόμορφη, η μισή ήταν φτερωτή γυναίκα με αστραφτερά μάτια κι η άλλη μισή ένα τεράστιο, φολιδωτό φίδι.

Ο Ησίοδος αναφέρει ότι γονείς της ήταν ο Φόρκυς και η Κητώ, ενώ άλλοι αναφέρουν πως γονείς της ήταν ο Τάρταρος και η Γαία ή η Στύγα ή ο Χρυσάορας και η Καλλιρρόη.

Ζούσε σε μια βαθιά σπηλιά κάτω από ένα βράχο στην Κιλικία, μακριά από θεούς και ανθρώπους. Στο σπήλαιο έμενε μαζί με τον εκατοντακέφαλο σύζυγό της Τυφώνα. Ήταν αγέραστη και αθάνατη και παράσερνε τα θύματά της σε κοιλώματα της γης όπου και τα καταβρόχθιζε ζωντανά.

Άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, όπου τη σκότωσε ο Άργος με τα εκατό μάτια, γιατί η Έχιδνα είχε τη συνήθεια να καταβροχθίζει τους περαστικούς.

Ήταν μητέρα "διάσημων" τεράτων. Είχε γεννήσει τον Κέρβερο, τον Όρθρο (φύλακας των κοπαδιών του Γηρυόνη), το Λιοντάρι της Νεμέας, τη Λερναία Ύδρα, τη Φαία της Κρομμυώνας και τη Σφίγγα της Θήβας. Της αποδίδουν επίσης τη Χίμαιρα, το δράκοντα της Κολχίδας, το φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, το δράκοντα που φυλούσε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τον αετό του Προμηθέα.

Στις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου διηγούνταν την εξής παράδοση: Ο Ηρακλής κάποτε είχε φτάσει στη Σκυθία, κουρασμένος καθώς ήταν, έβαλε τα αλογά του να βοσκήσουν και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε τα άλογά του είχαν εξαφανιστεί. Ενώ τα αναζητούσε πέρασε μπροστά από τη σπηλιά που ζούσε η Έχιδνα. Εκείνη του υποσχέθηκε να του δώσει πίσω τα άλογά του με τον όρο να μείνουν μαζί. Με τον Ηρακλή έκαναν τρία παιδιά, τον Αγάθυρσο, το Γελωνό (που έδωσε το όνομά του στην πόλη των Γελώνων) και το Σκύθη (που έδωσε το όνομά του στο λαό των Σκυθών).

Βιβλιογραφία - πηγές

Ησίοδος, Θεογονία, 295

ἡ δ' ἔτεκ' ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ' ἀθανάτοισι θεοῖσι,
σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον' Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ' αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ' ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ' ἀνθρώπων,
ἔνθ' ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
ἡ δ' ἔρυτ' εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.

Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2, 4, 7

Ἐκβάσου δὲ Ἀγήνωρ γίνεται, τούτου δὲ Ἄργος ὁ
πανόπτης λεγόμενος. εἶχε δὲ οὗτος ὀφθαλμοὺς μὲν ἐν
παντὶ τῷ σώματι, ὑπερβάλλων δὲ δυνάμει τὸν μὲν τὴν
Ἀρκαδίαν λυμαινόμενον ταῦρον ἀνελὼν τὴν τούτου
δορὰν ἠμφιέσατο, Σάτυρον δὲ τοὺς Ἀρκάδας ἀδικοῦντα
καὶ ἀφαιρούμενον τὰ βοσκήματα ὑποστὰς ἀπέκτεινε.
λέγεται δὲ ὅτι καὶ τὴν Ταρτάρου καὶ Γῆς Ἔχιδναν, ἣ
τοὺς παριόντας συνήρπαζεν, ἐπιτηρήσας κοιμωμένην
ἀπέκτεινεν. ἐξεδίκησε δὲ καὶ τὸν Ἄπιδος φόνον, τοὺς
αἰτίους ἀποκτείνας.

Φερεκύδης, Fragmenta, 21, 2

Φερεκύδης ἐν δευτέρῳ,
Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης τῆς Φόρκυνος
φησὶ τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προ-
μηθεῖ.

Γαληνός, Αλληγορίες στη Θεογονία του Ησίοδου

καὶ τὴν Ἔχιδναν
ἐν γλαφυρῷ σπηλαίῳ ἀποτίκτει, τὸ ἥμισυ μὲν γυναῖκα,
τὸ ἥμισυ δ' ὄφιν οὖσαν, ποικίλον, ὠμηστήν, παρόσον ἐκ
πνευμάτων ἀποκλειομένων τοῖς κοιλώμασι τῆς γῆς οἱ
ἐλαύνοντες καὶ δονοῦντες τὴν γῆν συνίστανται σεισμοί,
οὕς τινας δὴ διὰ μὲν τὸ τῆς ἐν αὐτοῖς ξηρᾶς ἀναθυμιά-
σεως ἀνωφερὲς νύμφην ἑλικώπιδα κατὰ τὸ ἄνω μέρος ἡ
αὐτονομία ἡ Ἑλληνικὴ προσηγόρευσε· διὰ δὲ τὸ κάτωθεν
τὴν τοιαύτην ἀναθυμίασιν ῥοιζηδὸν ἐπιτελεῖσθαι καὶ σφο-
δρότερον φαρμακεύειν, οἶον καὶ παραπικραίνειν τῇ τοῦ
ἐν ἑαυτῇ κενώσει ἰοῦ, ὄφιν ὠμηστὴν ὠνόμασε. ποικίλον
δὲ διὰ τὸ διάπορον καὶ ποικίλον τῶν κινήσεων· διάφορα
γὰρ εἴδη σεισμῶν κατὰ διαφόρους κινήσεις τῶν ἐν γῇ
πνευμάτων ἐπιγίνεται. διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὑπὸ χθόνα ἡ
λυγρὴ Ἔχιδνα ἐρύεσθαι λέγεται καὶ κωλύεσθαι, παρόσον
οὐδέποτε ἐπιλείπουσιν ἐν τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι πνεύματα.

Ηρόδοτος, Ιστορία, 4, 9, 4

Ὡς δ' ἐγερθῆναι τὸν Ἡρακλέα, δίζησθαι, πάντα δὲ
τῆς χώρης ἐπεξελθόντα τέλος ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ὑλαίην
καλεομένην γῆν· ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μιξο-
πάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν
γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος.