Χίμαιρα (η)

Η Χίμαιρα ήταν τρίμορφο τέρας που γεννήθηκε από την ένωση του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αδέλφια της ήταν ο Κέρβερος του Άδη, το Λιοντάρι της Νεμέας, η Λερναία Ύδρα, ο δικέφαλος σκύλος Όρθρος, η Φαία της Κρομμυώνας και η Σφίγγα της Θήβας.

Η Χίμαιρα απεικονιζόταν συχνά με κεφάλι λιονταριού, ουρά φιδιού και σώμα κατσίκας κι άλλες φορές με κεφάλι και σώμα λιονταριού, στο κέντρο της ράχης της υπήρχε ένα δεύτερο κεφάλι κατσίκας, και η ουρά της κατέληγε σε κεφάλι φιδιού.

Ανατράφηκε από το βασιλιά Αμισώδαρο της Λυκίας. Ζούσε στα Πάταρα και κρυβόταν μέσα σε μια χαράδρα. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος περνούσε από εκεί, η Χίμαιρα, έβγαινε από την κρυψώνα της και τον έκαιγε με τις φλόγες που ξεπηδούσαν από τα τρία στόματά της.

Ο Βελλεροφόντης ήταν εκείνος που κατάφερε να την εξοντώσει. Όταν δάμασε τον Πήγασο,το φτερωτό άλογο, πέταξε πάνω από τη χαράδρα που ζούσε η Χίμαιρα και με το πλεονέκτημα που του έδινε η "πτήση" , άρχισε να τη στοχεύει με τα βέλη του, μέχρι που την τραυμάτισε βαριά. Στη συνέχεια εκτόξευσε το δόρυ του που καρφώθηκε ανάμεσα στα σαγόνια της. Στη μύτη του δόρατος, ο Βελλεροφόντης, είχε δέσει ένα σβόλο μολύβι. Όταν το μολύβι ήρθε σε επαφή με την πύρινη ανάσα της Χίμαιρας έλιωσε και το μέταλλο άρχισε να ρέει καυτό μέσα στο λαιμό της μέχρι που κατέκαψε όλα τα όργανά της.

Στην αρχαιότητα χαρακτήρισαν τη Χίμαιρα ως μυθική απόδοση των ηφαιστείων της περιοχής που ζούσε.

Βιβλιογραφία - πηγές

Όμηρος, Ιλιάδα, Ζ, 181

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ,
πρῶτον μέν ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε
πεφνέμεν· ἣ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γένος οὐδ' ἀνθρώπων,
πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο,
καὶ τὴν μὲν κατέπεφνε θεῶν τεράεσσι πιθήσας.

Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα

θεσπεσίη δ' ἐνοπὴ γένετ' ἄσπετος, ἡ δὲ καθ' ὕλην
πυκνὰ μάλ' ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλίσσετο, λεῖπε δὲ θυμὸν
φοινὸν ἀποπνείουσ', ὁ δ' ἐπηύξατο Φοῖβος Ἀπόλλων·
ἐνταυθοῖ νῦν πύθευ ἐπὶ χθονὶ βωτιανείρῃ,
οὐδὲ σύ γε ζωοῖσι κακὸν δήλημα βροτοῖσιν
ἔσσεαι, οἳ γαίης πολυφόρβου καρπὸν ἔδοντες
ἐνθάδ' ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας,
οὐδέ τί τοι θάνατόν γε δυσηλεγέ' οὔτε Τυφωεὺς
ἀρκέσει οὔτε Χίμαιρα δυσώνυμος, ἀλλὰ σέ γ' αὐτοῦ
πύσει γαῖα μέλαινα καὶ ἠλέκτωρ Ὑπερίων.

Ησίοδος, Θεογονία, 323

πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο

Γαληνός, Αλληγορίες στην Ησιόδεια Θεογονία

τὸ δ' ὄπισθεν δράκοντος, τὸ μέσον δὲ χιμαίρας, παρό-
σον ἐκ τῶν τοιούτων ἀναθυμιάσεων καὶ τῶν ἐν χειμῶνι
γινομένων ὄμβρων γίνεσθαι εἰώθεσαν ποταμοί τινες οἱ
καλούμενοι χείμαρροι δίκην πυρὸς ἀκατάσχετοι, καὶ πᾶν
τὸ προστυχὸν παρασύροντες, οἵ τινες δὴ κατὰ μὲν τὰ
ἔμπροσθεν λέοντες λέγοιντ' ἄν, διά τε τὸ ἁρπάζειν οἷον
πᾶν τὸ παρατυχὸν καὶ διὰ τὸ ὥσπερ ὠρύεσθαι καὶ ἠχεῖν
καὶ οἷον ὀρύσσειν ὥσπέρ τισιν ὄνυξι τὴν γῆν, ἣν μέλ-
λουσι πορεύεσθαι καὶ χαραδραίνειν αὐτὴν καὶ κοιλαίνειν·
τὸ μέσον δὲ χίμαιρα εἴη, τὸ καταρρέον δηλαδὴ καὶ ῥοι-
ζηδὸν φερόμενον ὕδωρ τὸ δ' ὄπισθεν δράκων, παρόσον
τὸ σχῆμα τῶν ποταμῶν ἑλικοειδές ἐστι καὶ οὐκ εὐθύ·
οὐ γὰρ κατ' εὐθεῖαν ῥέουσιν, ἀλλὰ παρεκκλίναντες ἔνθα
καὶ ἔνθα καὶ κοιλότητας ἐν γῇ ποιοῦντες.

Ψευδο-Νόννος, Σχόλια Μυθολογικά, 4, 76, 27

Τὰ δὲ πικρὰ τούτων γεννήματα λέγει ὅτι ἐκ τοῦ αἵματος
τῶν Γιγάντων ταῦτα τὰ θανατήφορα ζῷα γεγόνασιν, οἷον ἃ
αὐτὸς καταριθμεῖται, τὴν Ὕδραν (αὕτη δέ ἐστιν ὁ ἐννεακέφαλος
ὄφις, ὃν ἀνεῖλεν ὁ Ἡρακλῆς), τὴν Χίμαιραν (περὶ ἧς προ-
φθάσαντες εἰρήκαμεν, ὅτι πρόσθε μὲν ἦν λέων, ὄπισθε δὲ
δράκων, μέση δὲ χίμαιρα, καὶ ὅτι τοῦτο τὸ θηρίον ἀνεῖλεν ὁ
Βελλεροφόντης), ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τοῦ Κερβέρου ἤδη εἰρήκα-
μεν ὅτι κύων ἦν περὶ τὴν πύλην τοῦ Ἅιδου τρεῖς κεφαλὰς ἔχων,
καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε, τοὺς δὲ
ἀνιόντας κατήσθιεν, ὃν ἐφόνευσεν ὁ Ἡρακλῆς.

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 9, 647
Υγίνος, Fabulae, 57